Θαλασσινό θυμίαμα
Σπιρτάδα του μυαλού και ζωντάνια του σώματος! Υγεία παντού. Το μεγαλείο του αθλητισμού. Κάτι ήξεραν οι αρχαίοι... Μα, μήπως και η θάλασσα τέτοια δεν ζητάει; Πως αλλιώς να την κάνεις κουμάντο, αυτή την απροσδόκητη θηλυκιά, άμα δεν έχει το νου σου, αλλά και το σώμα σου;..
Βγαίνω την μπούκα του λιμανιού. Ήρεμα πράγματα. Ρελαντί, ίσα-ίσα να πηγαίνει το σκάφος. Δεν είναι ο κανονισμός που δεν αφήνει το χέρι να σπρώξει το χειριστήριο. Είναι η γαλήνη που πρέπει να την απολαύσεις. Μα και να την σεβαστείς. Ασήμαντοι ήχοι, ανακατεύονται με την μονοτονία της μηχανής.
Απομεσήμερο στη Θερμή. Πάμε να δοκιμάσουμε την τύχη μας στο ψάρεμα. Κάνουμε τους μεγάλους και τρανούς ψαράδες, αλλά μάλλον μας ανέχεται εμάς τους ατζαμήδες η θάλασσα. Ίσως γι΄ αυτό είναι καλή μαζί μας. Μάλλον πλάκα μας κάνει...
Τα καφενεδάκια βγάζουν μια δροσιά. Βρεγμένες πλάκες, να παλέψουν τα γκαρσόνια ότι άφησε η μεσημεριανή λαύρα. Ο Ανδρέας πίνει τον καφέ του. Σηκώνει νωχελικά το χέρι. «Στο καλό....».
Ποιο καλό; Αυτή η βόλτα είναι δώρο Θεού.
Πλώρη για τα Τουκμάκια. Η γριά-μηχανή πίσω, με τα 100 άλογα, μουγκρίζει. Έχει φουσκοθαλασσιά. Η πλώρη ορμάει πάνω στα κύματα. Η ματιά πάει μακριά. Φεύγεις, δεν είσαι στην γη. Παράδεισος!
Το ράντισμα από το κύμα, σκέτο αγίασμα. Χρειάζεται αυτό το αλμυρό «σπρέι». Ο ήλιος μπορεί να πέφτει πίσω από τα Μυστεγνά, αλλά η καυτή «ανάσα» του, καίει το σβέρκο.
Τα Τουκμάκια είναι ποίημα, χωρίς μέτρο και ομοιοκαταληξία! Είναι τα κέφια του Πλάστη. Είναι η ηδονή των ματιών, το βάλσαμο της ψυχής. Ο άνθρωπος της πόλης, άγριος και απολίτιστος, γιατρεύεται- αν η περίπτωσή του παίρνει γιατρειά...- σε ετούτο το άσυλο.
«Να τα πιω αυτά τα τιρκουάζ νερά ή να τα αφήσω να αγκαλιάσουν το κορμί
μου;...». Η δίψα είναι ανάγκη. Η αγκαλιά είναι έρωτας. Το αγαπάω αυτό το μέρος. Αυτή η «λεσβιακή πολυνησία» σε μαγεύει.
Η λαφρόπετρα στην ακρογιαλιά καίει. Σε διώχνει να ξαναμπείς στο νερό. Να χαλαρώσεις. Να γιάνεις.
Ο ήλιος, πια έχει πέσει πίσω από το νησί. Οι γλάροι ξεθαρρεύουν, τους πιάνει πολυλογία. Πήραμε τον «αγιασμό» μας, ώρα είναι να πάμε πίσω. Η θάλασσα πέφτει, γαληνεύει. Μαζί ηρεμήσαμε και εμείς.
Στο δρόμο της επιστροφής βγαίνουν μόνα, ανάμεσα στα δόντια, λόγια τραγουδιού. «Σ΄ αγαπώ γιατί είσαι ωραία... Σ΄ αγαπώ γιατί είσαι εσύ...». Δεν ξέρω πως, αλλά άμα κρατάς αυτή την ρότα, πιο πολλές ματιές φεύγουν αριστερά, προς το φάρο του Αϊβαλί. Λογικό: Όλα τα κλαδιά γέρνουν προς τη ρίζα...
Φτάσαμε πίσω. Το λιμάνι έβαλε ήδη τα καλά του. Οι μυρωδιές από το χταπόδι στα κάρβουνα και τα τηγανητά καλαμάρια, σε καλούν- σαν από θαλασσινό θυμιατό- για τη νυχτερινή ουζοκατάνυξη. Η ψυχή «καθάρισε», καιρός να γιάνει και το σώμα.
Άντε να δέσουμε, να τελειώνουμε...
Στρ. Σεφτελή, δημοσιογράφου Εφ. «Εθνος»