Ένας πανέμορφος κόσμος, γεμάτος με σπάνιες χάρες και εικόνες ιδανικές, ξεπροβάλλει μαζί με το φως του ήλιου, ζωγραφίζοντας με τα πιο φανταχτερά χρώματα τον ουρανό και τα σύννεφα, καθώς καθρεφτίζονται στα καταγάλανα νερά της θάλασσας. Αγκαλιάζουν στην απεραντοσύνη τους τούτη τη γή, σαν μια αρμονική συμφωνία, που αποκαλύπτει τον παραδεισένιο και αγιασμένο τόπο της Θερμής. Γαλήνιο, ήρεμο. Σ’ αυτό τον αγαπημένο τόπο, οι σκέψεις βυθίζονται στα βάθη του χρόνου, σα να δρασκελάς στις «μέρες της Γένεσης», τότε που από το ξεχείλισμα της Αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο δημιουργήθηκε αυτός ο κόσμος, η Πλάση ολόκληρη, «καλώς λίαν». Το αναπάντεχο αυτό θαύμα, ο ζηλευτός χώρος της Θερμής, μοιάζει να τον έπλασε ο Δημιουργός Θεός, με πηλό και αρχαίες πέτρες, που τον μορφοποίησε παίρνοντας το πιο διαλεχτό κομμάτι τούτης της γης, από την πλευρά του χαριτόβρυτου νησιού της Λέσβου, δίνοντάς το πνοή από το Αιγαιοπελαγίτικο αγέρι, ομορφαίνοντάς το με διαλεχτά ακρογιάλια, κάβους, βουνά, ελαιώνες, κάμπους, πλημμυρισμένα μέσα στο φως, στα χρώματα, στις όμορφες μυρωδιές, με τα πουλιά, τα λουλούδια, τις εκκλησιές, τους παλιούς πύργους, βαφτισμένα στα κύματα του Αιγαίου.
Από τότε, το μέρος αυτό έγινε ένα κομμάτι πατρίδας ξεχωριστής, που σε γεμίζει χαρά και σε καλεί να ξεκινήσεις ένα ταξίδι ατέλειωτο, μαζί με τον ήλιο, το φως του, τη θάλασσα, τη γη με τα θερμά νερά της και τις αρχαίες μνήμες, που αιχμαλωτίζουν το νου και την καρδιά σου καθώς ακουμπάς στον μικρό χωματένιο λόφο, στα «γιάργια», που σκεπάζουν την ιστορία της Θερμής. Σκύβεις σ’ αυτόν τον μακρινό κόσμο και μέσα σου αντιλαλεί μία άλλη ζωή, σε μία διαφορετική διάσταση του χρόνου. Αφουγκράζεσαι τη γη, που πάνω της άφησαν τα χνάρια τους αρχαίοι άνθρωποι όταν πρωτοκατοίκησαν τον τόπο αυτό πριν από 5000 χρόνια και έζησαν πλάι σε αρχαίους πολιτισμούς, αφήνοντας έκθαμβη την ανθρωπότητα. Ανάμεσα στο κάλλος που ακτινοβολούν οι πολιτισμοί της Κνωσού, των Κυκλάδων, της περίφημης Τροίας και αργότερα των Μυκηνών, αναδύεται η αρχαία πολιτεία της Θερμής. Πορεύεται μέσα στον αρχαίο κόσμο, στενά συνδεδεμένη με την Τροία, παρασυρμένη από την αίγλη της, δημιουργώντας το δικό της θαύμα, την δική της αρχαία δόξα. Αυτή η δόξα είναι που σε κάνει να νοιώθεις μία πανάρχαια δίψα για ότι είναι κρυμμένο μέσα στη γη, κάτω από τα πρωτόγονα αυτά χώματα. Τα αρχαία ερείπια, βαθιά θαμμένα, παραχωμένα απομεινάρια περιόδων ζωής, θεμέλια σπιτιών, έξι πατωσιές παλαιοί οικισμοί, ο ένας πάνω στον άλλον, γκρεμισμένοι από πολέμους, φωτιές και λεηλασίες. Παλιά τείχη ακρωτηριασμένα, αιωνόβια αγγεία, ανακατεμένες δόξες, πόνοι και βάσανα που έρχονται από τους αρχαίους αυτούς χρόνους, σαν φωνές από το μακρινό παρελθόν, μαζί με ήχους ανθρώπων που κτίζουν άριστα κατασκευασμένα σπίτια και κατεργάζονται τον λίθο και τον χαλκό, φτιάχνοντας εργαλεία, αγγεία, ειδώλια, κοσμήματα και άλλα σπάνια αρχαιολογικά αριστουργήματα.
Περπατάς σε τούτη τη γη που κρατά κρυμμένη την παλιά δόξα την αρχαία. Είναι τούτη η ίδια γη της Θερμής, που έθρεψε αυτούς τους αρχαίους ανθρώπους και έκλεισε στην καρδιά της την μακραίωνη ιστορία τους, γράφοντας τις δικές της ολόχρυσες σελίδες στην λαμπρή ιστορία του Ελληνισμού. Δίπλα στο κουφάρι της αρχαίας Θερμής, ακούς τα κύματα της θάλασσας που κάποτε κατευόδωναν τα πλοία των Αχαιών και του Αχιλλέα, όταν σαλπάριζαν για το πάρσιμο της Τροίας και ενέπνεαν τον Όμηρο και τα έπη του. Τώρα τα κύματα αυτά χαϊδεύουν την ακρογιαλιά, αλληλοδιαδέχονται το ένα το άλλο, όπως οι γενεές των ανθρώπων και οι αιώνες που πέρασαν. Με τις εποχές να εναλλάσσονται σ’ αυτό τον χώρο και να δίνουν τις δικές τους ξεχωριστές μαρτυρίες, σαν εξαίσιες αποχρώσεις μέσα στο διάβα των καιρών. Πλήθος από εντυπωσιακά αρχαία λείψανα συνυπάρχουν διάσπαρτα. Αρχαία Ελληνικά, ρωμαϊκά, παλαιοχριστιανικά και Βυζαντινά μνημεία, μαρτυρούν την ακμή και την ακτινοβολία του τόπου, που η φήμη του έφθασε μέχρι τα πέρατα του κόσμου, εξαιτίας κυρίως των ιαματικών πηγών, τα ζεστά νερά που αναβλύζει η γη της Θερμής, προσφέροντας από την αρχαιότητα θεραπεία στους ανθρώπους. Τα θερμά αυτά κίτρινα νερά έδωσαν το όνομά τους στην περιοχή. Θερμή ονομάστηκε η πολιτεία αυτή, βαφτισμένη μέσα στα ιαματικά νερά των θερμοπηγών της, μυρωμένη στον αγιασμό και την χάρη των θαυματουργών Αγίων της.
Καθετί σ’ αυτόν τον τόπο ταυτίζεται με την ιστορία του Ελληνισμού. Τον Τρωικό πόλεμο, την έλευση των Αιολέων, τους Ρωμαϊκούς χρόνους, το Βυζάντιο, την Τουρκοκρατία, την απελευθέρωση, τους διωγμούς της Μικράς Ασίας και την σύγχρονη πορεία της χώρας. Όλα έχουν να διηγηθούν κάτι από το παρελθόν. Τα απομεινάρια από την ιστορία των αρχαίων και των νεότερων χρόνων έχουν αφήσει τα ίχνη τους σ’ όλη την περιοχή. Σ’ όλα αυτά έρχονται να προστεθούν οι φυσικές της ομορφιές που δίνουν στον τόπο αυτό μία ξεχωριστή γοητεία που σε προκαλεί να την αναζητήσεις, να την ανακαλύψεις. Αναρωτιέσαι μέχρι που μπορούν να φθάνουν οι ομορφιές αυτού του τόπου, που σε κυριεύει ολοένα. Η ψυχή σου απολαμβάνει τις χάρες και μία γοητεία αναδύεται από κάθε εικόνα που σε περιβάλλει.
Η Θερμή, που κάθε εποχή αλλάζει χρώματα, μυρωδιές και ήχους. Ατέλειωτες μέρες και νύχτες εναλλάσσονται μαζί με τις εποχές του χρόνου και χαρίζουν στιγμές μοναδικές, ξεχωριστές. Έρχεται η άνοιξη. Η θάλασσα λούζει τις ακτές της, μυρίζουν οι δρόμοι της. Η γη στολίζεται με κάθε λογής λουλούδια, γίνεται σαν μια ολάνοιχτη καταπράσινη αγκαλιά. Ξαπλώνεις πάνω της και χαίρεσαι τους ανθούς τα χόρτα της, την χαρά της. ‘Ύστερα η άνοιξη γυρεύει το καλοκαίρι. Τη ζέστα του καλοκαιριού, το λιοπύρι που πυρώνει τη γη, ξεραίνει τα χόρτα της. Η θάλασσα ηρεμεί, ώσπου μια δροσιά έρχεται από το πέλαγος, γίνεται μελτέμι που φυσάει και φέρνει το φθινόπωρο. Όλη μέρα ακούς να πέφτουν τα φύλλα από τα δέντρα ανάμεσα στα κλωνιά. Μέσα στην πρωινή αύρα σε νανουρίζει η θάλασσα του φθινοπώρου. Ύστερα σε ξυπνάει το σαλπάρισμα των καϊκιών. Γκρίζα σύννεφα στάζουν την ευλογία. Σταγόνα – σταγόνα πίνουν η γη, τα οργωμένα χωράφια, τα δέντρα, τα πουλιά. Σιγά – σιγά η γη πρασινίζει, γίνεται ζωγραφιά, το χώμα της μοσχοβολά, έρχεται ο χειμώνας. Οι άνθρωποι σκορπισμένοι στα λιοχώραφα, ανεβαίνουν στους λόφους από τα μικρά μονοπάτια, ανάμεσα στα πετρόχτιστα σέτια. Οι ραβδιστάδες πάνω στα ξώκλαδα ρίχνουν με τις τέμπλες τον ευλογημένο καρπό της ελιάς. Οι μαζόχτριες με τα πλεχτά καλάθια τον μαζεύουν από τη γη και οι αγωγιάτες φορτώνουν στα ζώα τους τα γομάρια. Τα λιοτρίβια αλέθουν την ευλογία τούτη για να βγει το λάδι, να τρώνε οι άνθρωποι και τα παιδιά τη χαρά που δεν έλειψε ποτέ από τον τόπο αυτό, ακόμα και στα δύσκολα χρόνια. Τους χειμωνιάτικους αυτούς μήνες, το φως εδώ στη Θερμή εξακολουθεί να ρέει αδιάκοπα, μαζί με τη ψύχρα που κατεβάζουν τα λαγκάδια και το κρύο που φέρνει θυμωμένος ο βορινός αγέρας από τα αντικρινά χιονισμένα όρη. Πότε οι βοριάδες και πότε οι νοτιάδες παλεύουν, αγριεύουν, θεριεύουν τη θάλασσα που γεμίζει αφρούς, φουρτουνιάζει, γίνεται τρικυμία. Οι άνεμοι στέλνουν τα αφροστεφανωμένα κύματά τους στην στεριά, μέχρι που κουράζονται και εξασθενούν. Η γαλήνη ξανάρχεται η θάλασσα ησυχάζει. Συλλαβίζεις την ερημιά του χειμώνα, την μοναξιά του. Στο φικιόστρωτο ακρογιάλι μια μισοσπασμένη βάρκα πεταμένη απ’ τα κύματα, σπασμένα ξύλα, φαλάγγια, κουπιά, φελλοί που ξαρματώθηκαν απ’ τα δίχτυα. Τα χαλίκια πολύχρωμα τραγουδούν μαζί με τα κύματα το αιώνιο τραγούδι της θάλασσας.
Ατέλειωτες οι ομορφιές που σε κυριεύουν ολοένα. Περιδιαβαίνεις μέσα στα ηλιοπάτητα μονοπάτια ανάμεσα στα δάση των ελαιώνων, στα ευλογημένα τούτα δέντρα. Χαϊδεύεις τα ανθόκλαδα τους, που γέρνουν σα να θέλουν να φιλήσουν τη γη και τα λουλούδια της. Ακολουθείς τα χνάρια από τις αιωνόβιες πατημασιές. Παντού μοσχομυρίζουν η ρίγανη, το φασκόμηλο, οι φιτιλήθρες, ο αβαγιανός. Ευωδιές που σε ευχαριστούν σαν το λιβάνι που σε κατευθύνει σαν προσευχή στην Παναγία την Τρουλωτή, που η χάρη Της σε κοινωνεί στα νάματα του Βυζαντίου και της Ρωμιοσύνης, καθώς ψάλλετε αγγελικά η Θεία Λειτουργία. Ψηλαφίζεις τις αρχαίες τοιχογραφίες των Αγίων, μαχαιρωμένες από την σκλαβιά, με την Θεοτόκο να σκέπει στον τρούλο, μισοσβησμένη απ’ την φθορά του χρόνου, όπως και η ιστορία της Εκκλησίας.
Περιπλανιέσαι και ανακαλύπτεις διάσπαρτους μέσα στους ελαιώνες, μερικούς από τους 160 παλιούς πύργους που διασώθηκαν, αντέχοντας στους αγέρηδες, στη βροχή και στην εγκατάλειψη. Στέκουν μεγαλόπρεποι, επιβλητικοί, δεν σκιάζονται πια τους πειρατές και τις επιδρομές τους. Στέκεσαι δίπλα στα ερείπια του πύργου που έζησε ο Άγιος Θεόδωρος, ο Χατζής ο Νεομάρτυρας, προσκυνάς τα ιερά του λείψανα στο ξωκλήσι του, περή-φανος που ο τόπος σου ανέδειξε ακόμα έναν Άγιο. Τα προσφυγόσπιτα του συνοικισμού καλ-λωπισμένα, μοιρο-λογούν ακόμα τον χαμό και τη συμφορά του ’22, τον ανθρώπινο πόνο και τον εξολοθρεμό, την αδικία την μεγάλη.
Τα παιδιά παίζουν αμέριμνα στις αλάνες και στις παραλίες, όπως τότε που χαιρόταν ξένοιαστη η 12χρονη Ειρήνη, η μικρή Αγία που μαρτύρησε, και τώρα απ’ την χώρα των Αγγέλων φυλάει τα παιδιά να φωτισθούν και να μάθουν τι σημαίνει Ελλάδα και τι Χριστός, τα ιδανικά για τα οποία θυσιάστηκε η ίδια. Οι νιές, λες και τραγουδούν για’ κείνη μαζί με τα πουλιά, χαρούμενα τραγούδια που σε καλωσορίζουν μέσα στα στενά σοκάκια, στα όμορφα σπίτια με τα παράθυρα ανοιχτά στο φως, να αποκαλύπτουν την παλιά αρχοντιά των ανθρώπων. Αυλές που τις στολίζουν οι βοκαμβίλιες και μοσχοβολούν οι τριανταφυλλιές, το αγιόκλημα, οι βασιλικοί και οι πολύχρωμοι ευωδιαστοί ανθοί.
Τρέχεις μαζί με τα πουλιά, που χωρίς σταματημό παίζουν όλη μέρα με τον ήλιο και τον αγέρα. Τρυπώνουν ανάμεσα στις φυλλωσιές των δέντρων, στους θάμνους, πάνω στις πέτρες, μέσα στα ποτάμια. Σε ζώνουν από την μία πλευρά ψηλά και χαμηλά βουνά σα να τα τοποθέτησε θείο χέρι. Από την άλλη οι κάμποι ντυμένοι με χρώματα που ευωδιάζουν. Μπαξέδες και κτήματα που τα χωρίζουν οι φράχτες. Περιβόλια με πηγάδια και κλήματα γεμάτα σταφύλια στον καιρό τους, με τις υπέροχες γεύσεις των καρπών τους. Ανάμεσα στις ελιές, υψώνονται πολύκλωνα δέντρα, δρυς, βελανιδιές, πεύκα. Μια άγρια ομορφιά σε περιβάλλει καθώς σκαρφαλώνεις στους λόφους, στις Καρυές, στο Μοναστήρι του Αγίου Ραφαήλ, στον γεμάτο Αγάπη τόπο. Οι καμπάνες σημαίνουν το μεγαλείο της Ορθοδοξίας, που σε φέρνει κοντύτερα στην αιωνιότητα. Τα μάτια της ψυχής σου έκθαμβα αποκαλύπτουν τα θαύματα της Θερμής: «.... τοιαύτα θαύματα δεν έγιναν εις κανέν μέρος της οικουμένης…»(Φώτης Κόντογλου).
Αναρριχείσαι με λαχανιασμένη την ανάσα στους λόφους του «Παλαμά», τρυπώνοντας στα ασκητήρια, κατεβαίνεις μέσα στις σπηλιές, φέρνοντας μπροστά σου τις μορφές των ασκητών, σαν σκιές προσευχής, απολιθωμένες σαν αγάλματα στα βράχια και στους σταλακτίτες, όλα γεμάτα με τη θεία χάρη των μοναχών και των ησυχαστών. Σταυροκοπιέσαι και δοξάζεις τον Θεό για την γνησιότητα και τον πλούτο του Πνεύματος, της «εν Χριστώ ζωής». Ξεδιψάς στις πηγές του Αγίου Προκοπίου και στο Κυπαρίσσι. Έξω από τα μαντριά, τα ζώα βοσκάνε και οι τσομπάνηδες ξαποστάζουν στον ίσκιο των δέντρων. Οι καρβουνιάρηδες φτιάχνουν το παραδοσιακό φαγητό στα καζάνια για να γιορτάσουν το έθιμό τους. Από τις πλαγιές των βουνών κατεβαίνει δροσερός ο αγέρας που μεταφέρει όμορφες μυρωδιές. Από ΄δω ψηλά η γη της Θερμής απλώνεται στα πόδια σου. Κοιτάς κατάματα τη θάλασσα που την ασημώνει η λάμψη του ήλιου, καθώς ξεκουράζεται γαλήνια. Καθετί έχει την πνοή της. Το πελαγίσιο αγέρι ανακατωμένο με την μυρωδιά της αρμύρας. Αυτή είναι η ανάσα της. Μέσα στην αγκαλιά της στέκεσαι σα να προσεύχεσαι, κοιτώντας προς την Ανατολή. Μπροστά στα μάτια σου απλώνεται η θάλασσα του Αιγαίου, «ο Μυτιληναίων αιγιαλός», φθάνει ως την αντικρινή τουρκεμένη Μικρασία, που στα βουνά της πλαγιάζει η Αυγή και ονειρεύεται τις αλησμόνητες πατρίδες, αναστενάζοντας για την θλίψη αυτή την μεγάλη. Βουρκώνει και μοιρολογεί για τον άδικο χαλασμό.
Τα χρώματα της Ανατολής καθρεφτίζονται στο γραφικό λιμάνι της Θερμής, σ’ ένα μαγευτικό θαλασσινό τόπο που γεννούσε πάντα θαλασσινούς ανθρώπους. Οι βάρκες σηκώνουν τα δίχτυα τους ανοιχτά και γιαλό από το θαλασσοφαγωμένο από τους βοριάδες νησάκι, που πάνω του ξαποστάζουν τα θαλασσοπούλια. Οι γλάροι συνοδεύουν τις τράτες καθώς αρμενίζουν. Οι πλώρες τους αυλακώνουν τη θάλασσα. Καλάρουν στο μύλο που στέκει αγέρωχος από τα παλιά χρόνια και τραβούν φουρνέλ’ τα παλικάρια οι βρακάδες. Τα ψάρια στις πλώρες των καϊκιών κάνουν τους καπεταναίους να σπαρταρούν από χαρά. Ακουμπάς στο μουράγιο. Αναπολείς τους γκιργκιράδες να ξεφορτώνουν τα ψάρια απ’ το καΐκι, να ξεπλύνουν και να μπαλώνουν τα δίχτυα κ’ ύστερα να ξεκουράζονται κάτω από τον ίσκιο του γέρου πλάτανου, μαζί και οι βαρκαροί να λεντίζουν τα παραγάδια και να θυμούνται ιστορίες θαλασσινές, για τραμουντάνες, μελτέμια, μπουρίνια, για καλάδες και μπλέματα. Οι μπαλουχανάδες γεμάτοι τελάρα φρέσκα ψάρια και ο κόσμος που σεργιανάει. Οι χταποδάδες να γυροφέρνουν τα θολάμια με το γυαλί και την μπραγκαρόλα κι’ ύστερα να χτυπάνε στην άκρη του μόλου τα χταπόδια και να καυχώνται που ο τόπος τους βγάζει τα καλύτερα, βλέποντας τα πλοκάμια τους απλωμένα στις ταβέρνες να στραγγίζουν. Οι ψαράδες τραβάνε τις βάρκες στη στεριά. Πάνω στα φαλάγγια τις καλαφατίζουν, τις βάφουν χρώματα θαλασσινά και τις δίνουν ονόματα αγιασμένα και ξακουστά. Φτιάχνουν τα δίχτυα, τους μπραγκούς, τις απόχες, παλαμίζουν τις βάρκες και τις ρίχνουν στο γιαλό φρεσκομπογιαντισμένες. Ο Αη Νικόλας είναι ο προστάτης τους, τον έχουν εικόνισμα στην καρδιά τους. Οι ζωγράφοι, ζωγραφίζουν το λιμάνι και την θάλασσα με τα βαρκέλια, τα καΐκια, το γρι-γρι να τραβάει τις λάμπες και οι παραθεριστές ψαρεύουν με τις πετονιές για να ξενοιάσουν. Όμορφες κοπέλες σεργιανούν στο μόλο και η ανάσα της θάλασσας χαϊδεύει τα μαλλιά τους, σβήνουν τη δίψα τους στις πετρόχτιστες βρύσες και χάνονται μέσα στα σοκάκια τα γραφικά, όπου καλοσυνάτες γυναίκες κάνουν γειτονιό, κεντώντας προικιά για τις κόρες και τους γιούς.
Στους παλιούς τους καφενέδες, ασπρομάλληδες γέροντες με ηλιοψημένα πρόσωπα, αυλακωμένα απ’ τις περιστάσεις της ζωής πίνουν παρέα το ρακί τους, περιμένοντας τα πανηγύρια τ’ Αη Γιώργη και τ’ Αγιού Κωνσταντίνου, για να χορέψουν Αϊβαλιώτικους και νησιώτικους σκοπούς. Στα ταβερνάκια μυρίζει το ούζο, το χταπόδι, η απόλαυση μέσα στη νυχτερινή ησυχία του λιμανιού. Τα φώτα της παραλίας μαζί και τ’ άστρα της νύχτας σκορπάνε το δικό τους φως, σε κάνουν να μην χορταίνεις την αρμονία της αστροφεγγιάς. Το φεγγάρι που φέγγει ανοίγει ένα φωτεινό χρυσαφένιο μονοπάτι καταμεσί στη θάλασσα, που το ακολουθείς ξάγρυπνος δοξολογώντας σαν τους Αγγέλους την Χαρά, την Αγάπη, τον Θεό, που «μας Αγαπάει απείρως». Έρχεται η αυγή. Σεργιανάς κατά τον Αη Γιώργη, πλάι στους καλαμιώνες και τη θάλασσα, πιο πέρα κατά το «πεταλίδι» και την «κακοπετριά», εκεί που τώρα χτυπά βουβή η θάλασσα, πάνω στα βράχια που σιγοβουίζουν. Στο δασάκι τα’ Αη Γιώργη, κάτω απ’ την δροσιά των πεύκων, αγναντεύεις τον κάμπο της Θερμής μέχρι τους Πύργους. Νοιώθεις να σε σφίγγει δυνατά μια μεγάλη αγκαλιά. Διάσπαρτα ασπρισμένα εξωκλήσια. Πιστές γυναίκες σαν τις Μυροφόρες πάνε και προσκυνούν, στέκουν ευλαβικά μπροστά στις εικόνες παρακαλώντας τους Αγίους μας για ότι είναι ωφέλιμο για τον κόσμο και τα παιδιά τους. Ανάβουν τα καντήλια και σιγοψάλλουν ευλαβικά ύμνους από το οχτωήχι. Σε κάθε βουνοπλαγιά ξωκλήσια. Ο Χριστός, ο Ταξιάρχης, ο Πρόδρομος, Παναγίες εδώ και κει μέχρι τον Μαχαιρά, δίπλα στο κύμα. Δίπλα στην απέραντη θάλασσα που το βλέμμα σου χάνεται μέσα στο πέλαγος… «Αύτη η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρος…».
Άνθρωποι κολυμπούν στις όμορφες καταγάλανες ακρογιαλιές. Στο «Κανόνι», στην ολόδροση θάλασσα, στα ρηχά της ήμερα νερά, ψηλαφίζεις την άμμο και τα χαλίκια. «Κολυμπάς στην ακρογιαλιά της Θερμής και ολόγυρά σου οι γραμμές των βουνών κινούνται χορευτικά, κολπώνονται και αναδύονται ρυθμικά με την ανάλαφρη χάρη την Ελληνική…» (Στρατής Μυριβήλης). Ξαπλώνεις στον ήλιο και περιεργάζεσαι την λάμψη του, που λούζει το κορμί σου μ’ ένα μελίχρυσο χρώμα. Το τραγούδι της θάλασσας που φέρνει το αγέρι απ’ το πέλαγος σε αποκοιμίζει. Ονειρεύεσαι τις θεϊκές τούτες ομορφιές, το μαγευτικό τοπίο τούτης της περιοχής. Σαν εφιάλτης προβάλλει σκλαβωμένο από «σκιές ανθρώπων» το Σάρλιτζα, το ιστορικότερο ξενοδοχείο του Αιγαίου, το διασημότερο της Ανατολής, να σου θυμίζει την έξωση απ’ τον Παράδεισο. Σαν ένα πελώριο μνήμα, περιτριγυρισμένο με αγριόχορτα και χώματα, σκοτεινό σαν τις στοές τους, που φωλιάζουν βρωμοσχέδια που μαγαρίζουν τον τόπο. Ξυπνάς τρομαγμένος φέρνοντας στο νου σου τους ντόπιους καλοσυνάτους, απλοϊκούς ανθρώπους που δουλεύουν για να ζήσουν τις φαμίλιες τους, τις παλιές νοικοκυράδες αφοσιωμένες στη λάτρα των σπιτιών τους, τους νέους και τις νέες που η αγάπη τους είναι αυτός ο τόπος. Αγάπη δεμένη με την θάλασσα, την γη τούτη, τα σπίτια, τα χωράφια και ότι είναι όμορφο και ανθρώπινο, που γαληνεύει, ημερεύει τους ανθρώπους και φέρνει την ειρήνη στην καρδιά τους. Αυτά όλα γεμίζουν τα όνειρά τους, που τα ομορφαίνουν το φως της ημέρας, η χάρη των Αγίων, η Ελλάδα. Ταξιδεύουν μέσα στο Αιγαίο πάνω σ’ αυτή τη ζηλευτή γωνιά της Λέσβου και τους παρασέρνουν τα κύματα της θάλασσας, ανοιχτά στο πέλαγος της χαράς, στο πέλαγος της Ελλάδας, βιώνοντας την εμπειρία της πραγματικής ευτυχίας, της ήσυχης ζωής.
ΣΤΡΑΤΗΣ ΑΝΔΡΙΩΤΗΣ stratisandriotis@hotmail.com