Η ΤΡΑΤΑ
«Μόλα»! Το καΐκι άλλοτε βρεγμένο από το αγιάζι της νύχτας και άλλοτε ξυλιασμένο από το χειμωνιάτικο κρύο αγέρι, έφευγε από την αραξιά του, καθώς έλυνε ο κάβος της πλώρης και άφηνε τη σημαδούρα από το φουντάγιο, να επιπλέει στα ήρεμα νερά του λιμανιού. Αναδυόταν τότε, μέσα στην παγωμένη χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα, η μυρωδιά απ’ την ανάσα της θάλασσας, καθώς έβγαινε αργά-αργά το καΐκι από το λιμάνι της Θερμής, μαζί με τις άλλες μηχανότρατες που ξεπρόβαλαν μία-μία σαν στόλος ολόκληρος και εξορμούσαν να πιάσουν τις καλάδες, τους γνωστούς ψαρότοπους.
Μια πραγματική θαλασσινή πανδαισία ήταν η ώρα που φεύγανε όλα μαζί τα καΐκια πριν ξημερώσει, με τους διαπεραστικούς ήχους των μηχανών μέσα στην ησυχία της νύχτας. Κάθε λογής όμορφα σκαριά αρμένιζαν κοντά στις στεριές και απομακρύνονταν κρυφά. Τα καΐκια των Ανδριώτηδων, η «Αλεπού» και το «Αιγαίο», όπως τα παρανόμιαζαν, το «Μουγκρί» το καΐκι του Αρίστου, η τράτα του Μπαρμπούνα η «Παρασκευούλα», η «Γάτα» το καΐκι του Καμπάνη, το «Καζακί» του Βυζιρέλλη, οι Κατσαροί με την «Αγία Τριάδα, τον μπάρμπα Θωμά» του Παϊδά και την «Ελένη», το «Κουστώ» του Μαλιάκα, η «Βούλα» του Πανάγου.
Τα φώτα του λιμανιού άρχισαν να απομακρύνονται μέχρι που τα κρύψανε οι κάβοι. Το σκοτάδι της νύχτας ήταν ακόμα βαθύ. Ο «Δημήτρης», η Αλεπού όπως το λέγανε, ήταν ένα 11μετρο σκαρί τρεχαντήρι, που γιαλό-γιαλό λέντιζε κι αυτό τις στεριές. Πορεία χιλιοκαμωμένη, χρόνια τώρα. Απ’ ανοιχτά ο «Βενιζέλος», το νησάκι της Θερμής, πιο ανοιχτά οι ανεμότρατες της Μυτιλήνης, τα φώτα της τουρκεμένης Μικρασίας και του Αϊβαλιού το φέγγος, τα μέρη απ’ όπου είχαν φέρει οι άνθρωποί μας τα καΐκια κατά τους διωγμούς του ’22, την τέχνη τούτη της τράτας και την ψαράδικη ζωή. Οι Καπετάν Νίκος, Χαρίλαος και Στέλιος, τα αδέρφια που είχαν την μηχανότρατα τούτη και είχαν πάρει την ψαράδικη τέχνη από τους πρόσφυγες προγόνους τους, αρμενίζανε τώρα για να ψαρέψουν στους ψαρότοπους που ήξεραν. Να πάρουν τις καλάδες που είχαν ανοίξει και ήταν αμαλαγιές. Από γιαλό οι στεριές: Το «Λουβιαρέλι», τα «Μιστεγνά», η «Πελεκανιά», τα «Μπαλτζίκια», ο «Μαυρομύτης», το «Πορτ Σάιντ», ο «Τούρκος», το «Λαφτσί», τα «Νεράκια», ο «Μπρασολόγος» κ` η «Πίτα», τ’ «Ασπροποτάμι», τα «Χαλίκια», τα «Κουκιά», το «Εικονοστάσι», ο «Αϊ Στέφανος», το «Καμίνι», η «Δάφνη», η «Καμήλα», τα «Τουκμάκια», τα νησιά με τις πολλές καλάδες.
Το κρύο αβάσταχτο πάγωνε τα πρόσωπά τους. Τα κορμιά κι αυτά παγωμένα, στεκόταν στην πλώρη παρακολουθώντας την πορεία του καϊκιού μεσ’ την νύχτα. Τα πόδια ξυλιασμένα μέσα στα υποδήματα, πάνω στην κρύα κουβέρτα του καϊκιού, που έσκιζε τη μαύρη απ’ το σκοτάδι θάλασσα αφήνοντας πίσω τ’ απόνερα που μόνο οι αφροί τους ασπρίζανε. Στην πρύμη δέσποζε η φιγούρα του Καπετάν Νίκου πάνω στην μπακάτσα να κρατάει το δυάκι του τιμονιού, προσπαθώντας ν’ ανάψει το τσιγάρο, καθώς πίσω του γλυκοχάραζε η αυγή. Που και που έβγαζε το κεφάλι του απ’ το σπιράγιο ή κοιτούσε τ’ αστέρια για να κανονίσει την πορεία. Ο Χαρίλαος αγνάντευε κι αυτός τη θάλασσα, τις στεριές και έσαζε τα δίχτυα. Ο Στέλιος πηγαινοερχόταν συνηθισμένος απ’ το μπότζι του καϊκιού, απασχολημένος με τις μηχανές και τ’ άλλα πράγματα.
Καθώς η μέρα άρχιζε να χαράζει, λίγοι γλάροι μαζεύτηκαν πάνω απ’ το καΐκι και το ακολουθούσαν. Πολλές φορές είχα δει τον ήλιο ν΄ ανατέλλει απ’ τα βουνά της Ανατολής. Τέτοιες εικόνες ονειρικές είναι χαραγμένες για πάντα στη μνήμη του καθενός. Οι στεριές τώρα άρχισαν να διακρίνονται πιο καθαρά. Κάθε μια είχε τ’ όνομά της, βαφτισμένη στα κύματα της θάλασσας απ’ τους ψαράδες. Όλες είχαν τις ιστορίες τους, που κάθε τόσο τις εξιστορούσαν καθώς ετοίμαζαν τα πράγματα μέσα στο καΐκι για να καλάρουν. Πάνω στην πλώρη ένα σίδερο με την αλυσίδα και το κουλουριασμένο χοντρό σκοινί, δίπλα στη μπίντα ανάμεσα στους μπαμπάδες μια μεγάλη άγκουρα για τις αμμουδερές καλάδες, τα τελάρα για τα ψάρια, τα σχοινιά στοιβαγμένα, τα βίντσια, η τράτα (το δίχτυ), ο σάκος. Όλα ήταν έτοιμα για καλάρισμα. Ο σάκος στη μια άκρη της πρύμης πάνω στην κουπαστή, με τα κρούνια κρεμασμένα στη θάλασσα. Η μπάϊνα δεμένη στο πάνω μέρος του σάκου. Τα σκέτια και οι γούλες κουβαριασμένες μπροστά στο σπιράγιο. Η πάνω μπάντα της τράτας μποτζαρισμένη με την μάτσα ίσια. Τα σχοινιά ανάλογα με την καλάδα, από 2 μέχρι και 12 ή και παραπάνω. Στην άκρη τους ήταν δεμένο το κορύφι. Έτοιμα όλα για την καλάδα. Οι μουσαμάδες φορεμένοι πάνω απ’ τα ρούχα. Τα μανίκια ανασκουμπωμένα. Ο Σταυριανός η πρώτη καλάδα. Το ρέμα βολικό. Τα σημάδια στον τόπο τους.
«Μόλα»! Σταυροκοπιούνται όλοι. «Έλα Παναγιά μου. Αϊ Νικόλα». Τα σχοινιά φεύγουν στη θάλασσα. «Αργά, να κάνουμε γαστάρες. Μην πάρουν γάσα τα σχοινιά. Βάστα να βγουν οι βυρίνες. Βόγα! Βάστα να πάει το σημάδι καλά να κάνουμε μάτσα πιο πέρα. Άντε μόλα. Τα φελά από πάνω. Βγάζε τα μολύβια. Μπρος… κράτει». Τα δίχτυα πέφτουν στο γιαλό. «Προσοχή μην πάρει φελλομό-λυβο, μέσα είναι ο φελλός. Μπρος να κάνουμε σάκο. Ν’ ανοίξει ο Μαχαιράς κι η Πελεκανιά». Τα φελά αραδιάζονται στην επιφάνεια της θάλασσας και ένα-ένα βουλιάζουν. «Να καλάρουμε και την άλλη μπάντα». Τα δίχτυα πέφτουν στη θάλασσα, ύστερα και τα σχοινιά για να έρθει το καΐκι γιαλό. Πιάνουμε τον κάβο και βάζουμε βόλτες στα βίντσια. Το καΐκι πάει ακόμα πιο γιαλό για να φουντά-ρουμε το σίδερο όπου είχε πέτρες να μην ξεσέρνει. Το σίδερο πέφτει στη θάλασσα. «Βίρα το μάγκανο». Τα βίντσια άρχισαν να βιρέρνουν την τράτα. Στην αρχή γρήγορα για να πάρουν τα μπόσκα της τράτας και ύστερα αργά για να ψαρεύει. Τα σχοινιά περνούσαν απ’ τα ριντούνια στην πρύμη και κουλουριάζονταν κάτω από τα βίντσια. Ο έλεγχος άγρυπνος για να μην νταγιαντίξει η τράτα όταν ήμασταν καλαρισμένοι ψηλά, κοντά σε μπλέματα.
Ο ήλιος είχε ξεπροβάλει απ’ τα βουνά της Μικρασίας και άρχισε να χρωματίζει τον ουρανό και τα σύννεφα με όμορφα χρώματα, που καθρεφτίζονταν μέσα στα καταγάλανα νερά του Αιγαίου. Σιγά-σιγά ζεσταινόταν το κόκαλό μας. «Λάσκα λίγο, είσαι δυο οργιές μπροστά». Η τράτα στένευε όσο ερχόταν αργά-αργά. «Μάτσες. Βγάλτε βόλτες. Ίσια τη μάτσα». Η μάτσα στοιβαζόταν σε σχήμα σταυρού στην κουβέρτα σαν μεγάλο μπετόνι. Τα δίχτυα ερχόταν μέσα στο καΐκι γεμάτα φύκια, όστρακα, σφλούκους ιππόκα-μπους. Η μυρωδιά του βυθού της θάλασσας γέμιζε το καΐκι. Ο σάκος πλησίαζε. «Μόλα τα βίντσια. Βίρα τα μολύβια. Βιράτε, βιράτε». Τα ψάρια μα-ζεύονταν στα κατάκολα. «Κόψτε σάκους. Σόκα. Βίρα μέσα. Ωπ»! Κουτσουμούρες, λυθρίνια, μαρίδα, βραστά. Τι δεν ήθελες. «Δόξα τῶ Θεῶ ! Βρέξτε το κοφίνι. Ανοίξτε το σάκο». Τα ψάρια χύνονταν στο κοφίνι. Σπαρταρούσαν ζωντανά και αδιάζονταν στην πλώρη για διάλεγμα, κοντά στην μπρούβα. «Βίρα το σίδερο να προλάβουμε την καλάδα».
Η ίδια διαδικασία συνεχιζόταν ως το απομεσήμερο. Μια ολόκληρη ζωή. Άλλοτε φρεσκάριζε ο αγέρας ή έβρεχε ή ερχόταν θαλασσορίες. Ο δρόμος της επιστροφής για το λιμάνι ήταν πάντα ποθητός, συνοδευόταν απ’ τους γλάρους που συντρόφευαν όλη μέρα τους τρατάρηδες. Το σκολάρισμα της τράτας στην πορεία αυτή γινόταν με πολλή σχολαστικότητα για να καθαριστούν καλά τα μάτια των διχτυών από τα ψάρια που είχαν προκάρει.
Ο κόσμος μαζεμένος στο λιμάνι σεργιανούσε. Ήθελαν όλοι να δούν τα καΐκια που θα έφερναν τα ψάρια. Σήμερα απόμειναν οι αναμνήσεις. Οι παλιές αυτές εικόνες, οι ιστορίες των ανθρώπων που η ζωή τους όλη ήταν μέσα στη θάλασσα που την αγάπησαν όσο τίποτα άλλο και τώρα την αγναντεύουν με περηφάνια εξιστορώντας τις όμορφες στιγμές που έζησαν.
ΣΤΡΑΤΗΣ ΑΝΔΡΙΩΤΗΣ stratisandriotis@hotmail.com