Ναυταθλητικός – Εκπολιτιστικός Σύλλογος Ερασιτεχνών Αλιέων Λουτροπόλεως Θερμής - Λέσβου ( Ποσειδών )

Προστατέψτε το περιβάλλον ------------------------------------Όχι σκουπίδια στη θάλασσα ------------------------------------Προστατέψτε τις ακτές - Δεν μας ανήκουν, τις έχουμε δανειστεί από τις μελλοντικές γενιές------------------------------------Μάθετε τα παιδιά τι σημαίνει προστασία του περιβάλλοντος------------------------------------Επιμείνετε στη χρήση προϊόντων που η συσκευασία τους είναι ανακυκλώσιμη ------------------------------------Μην διστάσετε να κάνετε ευγενική παρατήρηση στον διπλανό σας, όταν ρυπαίνει------------------------------------Αλλάξτε τα λάδια των μηχανών σας με τρόπο ασφαλή για το περιβάλλον------------------------------------Δροσιστείτε με αναψυκτικά αλλά μην αφήνετε «πίσω»σας πλαστικά και αλουμίνιο------------------------------------Διαφορετικά θα χρειαστείτε πολύ περισσότερο χρόνο για να βρείτε μια παραλία καθαρή χωρίς λάδια και υπολείμματα καυσίμων

Το γρι-γρι της Αλεπούς

Το λιμάνι της Θερμής είναι ένα γραφικό αλιευτικό καταφύγιο στις ανατολικές ακτές της Λέσβου, που παρ’ ότι το «πιάνουν» βοριάδες, τραμουντάνες, μελτέμια, ακόμα και νοτιάδες, διατηρεί κάθε εποχή μια απαράμιλλη ομορφιά. Οι αραξιές του είναι γεμάτες με κάθε είδους σκαριά, καΐκια καί βάρκες. Θαλασσινοί άνθρωποι, διχτυαροί, παραγατζήδες και χταποδάδες, ασχολούνται με την ψαράδικη τέχνη για να ζήσουν τις φαμίλιες τους, ενώ ακόμα πιο πολλοί είναι οι ερασιτέχνες ψαράδες που αγαπούν τη θάλασσα και περνούν ξέγνοιαστα τις ελεύθερες ώρες τους, ψαρεύοντας και απολαμβάνοντας τις χαρές και τις εμπειρίες της θάλασσας. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 υπήρχαν καμιά δεκαριά μηχανότρατες, αραγμένες η μία δίπλα στην άλλη. Το καΐκι όμως που ήταν το στολίδι και ομόρφαινε ακόμα πιο πολύ το λιμάνι ήταν το γρι-γρι. Αραγμένο με την μπάντα διπλαρωμένη στο μουράγιο στο έμπα του λιμανιού με τη σαντάλα και τις λάμπες δεμένες στο πλάι του.

Έμοιαζε με πανηγύρι η μέρα που το φέρνανε απ’ το καρνάγιο. Μέρες ολόκληρες πολεμούσανε, βάφανε, επισκευάζανε όλο το καΐκι, τη μηχανή, το κατάστρωμα, τ’ άλμπουρο, τα ξάρτια, τις πλώρες, τ’ αμπάρια. Ύστερα το παλαμίζανε και το βιρέρνανε απ’ τα σκαριά στη θάλασσα. Ήταν ένα πανέμορφο θέαμα να βλέπει κανείς αυτό το καΐκι να πλέει στα καταγάλανα νερά του Αιγαίου. Eνα 17μετρο γρήγορο και όμορφο σκαρί, που ο σχεδιαστής του είχε βραβευτεί για την κατασκευή του αυτή. Το όνομα του καϊκιού ήταν «Άγιος Ιγνάτιος». Στο διάκι του τιμονιού είχαν χαραγμένο τον τόπο και τη χρονολογία ναυπήγησής του. «ΜΗΘΥΜΝΑ 1949». Από εκεί αγόρασαν το καΐκι αυτό οι Ανδριώτηδες, τα τρία αδέρφια, οι «αλεπούδες» όπως είναι το παρατσούκλι τους, που συνέχιζαν τη θαλασσινή παράδοση του πατέρα και των παππούδων τους απ’ τ’ Αϊβαλί. Μαζί δούλευαν χρόνια ολόκληρα, από μικρά παιδιά ώσπου γεράσανε.
Σαν έμπαινε στο λιμάνι το καΐκι κατά τα τέλη Μαΐου μοσχομύριζε απ’ τα φρεσκοβαμμένα χρώματα. Ξέσαζαν τη σαντάλα και τις λάμπες, τις βάρκες που τραβάει το γρι-γρι και μάζευαν το πλήρωμα καμιά δεκαπενταριά ή και παραπάνω νομάτοι για να μπαρκάρουν το δίχτυ της νυχτός μέσα στο καΐκι, ώστε να είναι έτοιμοι να βγούνε στη δουλειά. Την ημέρα που ήταν για να ξεκινήσουν φέρνανε τον παπά να τους κάνει αγιασμό στο καΐκι, για να ‘ναι ευλογημένη η σεζόν, χωρίς ζημιές και για να ‘χουνε καλές ψαριές. Σταύρωναν όλοι τα χέρια τους και ασπαζόντουσαν το σταυρό. Ύστερα καθόντουσαν όλοι μαζί στον καφενέ του Μάριου ή στον Πλάτανο και περίμεναν την ώρα να λύσουν τον κάβο. Τα μάτια ολονών ήταν μέσα στη θάλασσα. Αγαπούσαν όλοι τους αυτή τη δουλειά. Ήταν για πολλά χρόνια έμπειροι γκιργκιράδες. Καλοί οικογενειάρχες, μερακλήδες στην δουλειά τους.
Ο καπετάνιος, ο μεγάλος από τα αδέρφια, ο μπάρμπα Νικόλας Ανδριώτης, ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος αρχοντιά, έξυπνος, ειλικρινής, πραγματικός καπετάνιος. Από μικρός μεγάλωσε μέσα στη θάλασσα, έμαθε να τη δουλεύει καλά όσο κανένας άλλος. Δεκατριών χρονών, έκανε κουμάντο και διέταζε ανθρώπους μουστακαλήδες. Με τη σπάνια οξυδέρκεια και το ζήλο του για τη θάλασσα έγινε σπουδαίος καπετάνιος. Μαζί με τ’ αδέρφια του, τον Χαρίλαο και τον Στέλιο δούλευαν τα καΐκια τους πάντα αγαπημένοι, τηρώντας την ευχή της Μικρασιάτισσας μάνας τους. Τράτα τον χειμώνα, γρι-γρι το καλοκαίρι. Ανακάλυψαν τις πιο πολλές καλάδες, γνωρίζοντας το βυθό της θάλασσας και τα μπλέματα σα να ήταν στεριές. Από τη δούλεψή τους πέρασε πολύς κόσμος. Πολλοί άνθρωποι έζησαν τις οικογένειές τους από τα καΐκια αυτά.
Τώρα όλοι στο μουράγιο του λιμανιού της Θερμής περίμεναν το πρόσταγμα των καπεταναίων, για να μπουν στο καΐκι, στη σαντάλα κ’ οι λαμπαδόροι στις βάρκες. Η μηχανή έβαζε μπρος. Λύνανε οι κάβοι της πλώρης και της πρύμνης, αβαρέρνανε το καΐκι απ’ το μουράγιο για να πάρει τη βόλτα μέσα στο λιμάνι. Έκανε μετά κράτη για να δέσουν από πίσω η σαντάλα και οι βάρκες. Αργά-αργά βγαίνανε απ’ το λιμάνι. Ήταν μια ανεπανάληπτη εικόνα που παραμένει ανεξίτηλη στη μνήμη των ντόπιων ανθρώπων. Το καΐκι να προπορεύεται και μια-μια οι βάρκες να τεζέρνουν τα σχοινιά που ήταν δεμένες και ν’ ακολουθούν σαν μια μεγάλη θαλάσσια πομπή.
        Το γρι-γρι της «αλεπούς» απομακρυνόταν ολοένα, αφήνοντας πίσω του τα απόνερα να χαϊδεύουν τις ακρογιαλιές της Λέσβου. Ο προορισμός του καϊκιού και το μέρος που θα καλάριζε τη νύχτα ήταν κοινό μυστικό. Βλέπανε τον καιρό, τους τόπους που δούλευαν τα καΐκια και ανάλογα κανονίζανε τη ρότα τους. Αρμενίζανε όση ώρα χρειαζόταν για να πάνε στον ψαρότοπο, υπολογίζοντας να φτάσουν μετά το ηλιοβασίλεμα ώστε να προλάβουν πριν βραδιάσει να μολάρουν τις λάμπες.
Όση ώρα αρμένιζε το καΐκι, οι πιο πολλοί καθόντουσαν στην πλώρη κι αγναντεύανε το πέλαγος, ψάχνοντας να βρουν αφορμή να χωρατευτούν ο ένας με τον άλλον, λέγοντας ιστορίες ή αστεία για να γελάνε. Όλα ήταν αιτία για να καλαμπουρίσουν. Ήταν όλοι μαζί στη δουλειά αυτή για πολλά χρόνια κ’ είχαν ένα ασυνήθιστο θάρρος και μια αδερφική αγάπη μεταξύ τους. Το λέγανε πολλοί ότι ήταν το πιο αγαπημένο πλήρωμα. Ο καπετάν Χαρίλαος, ένας αθώος, άκακος, άνθρωπος της παρέας με τους απλοϊκούς τρόπους που εύρισκαν όλοι αυτοί οι παλιοί άνθρωποι για να ζουν και να περνούν ευχάριστες στιγμές. Ο μικρότερος αδερφός του ο καπετάν Στέλιος ήταν πολυάσχολος, όλες οι δουλειές περνούσαν απ’ τα χέρια του. Μερακλής και νοικοκύρης σε όλα, εύρισκε τρόπους και ξέκοβε απ’ τους άλλους και αγναντεύοντας τη θάλασσα σιγόψελνε και γλυκοτραγουδούσε. Τα αστεία στην πλώρη παίρνανε και δίνανε. Ο Παναγής το Καλαμάρι, ήταν ένας ψηλός, αδύνατος χωρατατζής με μακριά χέρια. Ο Θόδωρος ο σκαρμός, μια αθώα ψυχή, σα μωρό. Ο Ηρακλής, ο Λιάς ο Πετράς, απλοϊκοί άνθρωποι. Ο Βασίλης ο Παπαγιάννης, το Στεφανδέλη, τα ξαδέρφια οι Ανδριώτηδες. Μέσα στο καϊκάκι, στη σαντάλα, ο Μελένιος, ο Μάμος, το Κυρίκι, ο Βέτσος και οι λαμπαδόροι ο Παναγής Κατσικογιάννης, το Κουστώ, ο Αργυρός… Μια μεγάλη θαλασσινή οικογένεια.
Αρχινούσαν τις ιστορίες. Θυμόντουσαν τότε που είχαν φορτώσει το καΐκι παλαμίδες στο Γαβαθά. «Ήταν Νοέμβρης μήνας του ‘67 και είχαν πέσει ψάρια πολλά, παλαμίδες, στην περιοχή πέρα από το Μόλυβο. Είχαν μαζευτεί ένα σωρό καΐκια απ’ το νησί και από άλλα μέρη και ψάχνανε μέρες ολόκληρες να βρουν ψαριές. Πολλά γκιργκίρια είχαν βρει κοπάδια ψάρια και καλάρανε, άλλοι τα πήραν και άλλοι τα χάσανε. Το καΐκι της «αλεπούς» γυρνούσε και αυτό. Τα μάτια όλων ψάχνανε απεγνωσμένα να δουν ρεματικές από ψάρια. Κατά ατυχή τρόπο όταν περνούσαν απ’ το μέρος που ήταν τα ψάρια, ήταν πατωμένα και δεν τα έβλεπαν. Όταν απομακρυνόταν λίγο, τότε σηκώνανε τα ψάρια και προλάβαινε άλλο καΐκι και τα καλάριζε. Είχαν αρχίσει να αποκάνουν και ν’ απογοητεύονται, όταν ένα απόγευμα, παραμονή του Αγίου Ανδρέα, καθώς αρμενίζανε αργά, βλέπουν δίπλα στο καΐκι απόνερα πολλά, από ψάρια που παίζανε. Έμοιαζε σα να είχαν καθίσει σε ξέρα. Αμέσως καλάρισαν επιδέξια. Φέρανε βόλτα τα ψάρια, τα ζώσανε όλα. Τα σφίξανε και όταν αρχίσανε να μπαλιγάρουν ώρες ατέλειωτες. Γέμισαν το καΐκι, τη σαντάλα και τις βάρκες με παλαμίδες. Τα ψάρια ήταν τόσα πολλά, που αν δεν άνοιγαν τη ραφή στο δίχτυ να φύγουν τα πιο πολλά, θα είχαν βουλιάξει. Φορτώσανε ψάρια και φύγανε αργά-αργά για το λιμάνι του Μολύβου. Μαζεύτηκε κόσμος πολύς, να δει το σπάνιο τούτο θέαμα. Οι καπεταναίοι απ’ τη χαρά τους μοιράσανε ίσαμε δύο τόνους ψάρια στους ανθρώπους για ψυχικό. Ζυγιάσανε 22 τόνους ψάρια και τα πούλησαν στην Καβάλα και τον Πειραιά».
Με την κουβέντα ο ήλιος είχε αρχίσει να κρύβεται πίσω απ’ τα βουνά της Λέσβου. Είχαν φθάσει στη «Κουτσουμπάρα» και έπρεπε να κάνουν κουμάντο που θ’ αφήσουν τις λάμπες ν’ ανάψουν τη νύχτα. Μετρούσε η πείρα του καπετάν Νικόλα. Λόγιαζε τα σημάδια, τους κάβους που φαινόταν άλλοι κοντά και άλλοι αχνά, απόμακρα. Ξέρανε που έχει μπλέματα, που είναι ρηχά, που τους έπαιρνε να καλάρουν. Μόλις σμούχνιαζε η μέρα, μολέρνανε μια-μια τις βάρκες σε απόσταση την κάθε μια. Θα έμενε μόνος του κάθε λαμπαδόρος μέσα στη νύχτα καταμεσί στο πέλαγος, με μόνη συντροφιά το φως της λάμπας και τα ψάρια που θα μαζευόταν τη νύχτα γύρω του. Το καΐκι αγκυροβολούσε στην κατάλληλη θέση. Η μηχανή έσβηνε. Ησυχία απλωνόταν παντού. Η θάλασσα και αυτή ήρεμη ως εκεί που έφθανε το μάτι σου, ίσα-ίσα που κουνούσε το καΐκι σα να το νανούριζε. Καθόταν τότε όλοι και τρώγανε. Ανοίγανε τα καλάθια τους και καθώς τα πειράγματα δεν σταματούσαν «δειπνούσαν» πάνω στ’ αμπάρι κι όπου βολευόταν ο καθένας.
Ύστερα άρχιζαν πάλι τις θαλασσινές ιστορίες. Σαν παραμύθια τις εξιστορούσαν πριν αποκοιμηθούν. «Πριν από πολλά χρόνια, τότε που είχαν αγοράσει το καΐκι και ήταν αρχάριοι στη δουλειά έτυχε μια βραδιά και ανάβανε στα “Μπαλτζίκια”, εκείνοι μαζί με ένα άλλο ξακουστό καΐκι, με καπετάνιο τον πιο φημισμένο και πολύπειρο γκιργκιρά του νησιού. Από νωρίς οι λάμπες και των δυο καϊκιών κάνανε πολλά ψάρια, όμως είχανε απρόσμενους επισκέπτες. Δελφίνια πολλά μαζεύτηκαν και γυρόφερναν τα καΐκια. Δε συνέφερε σε κανένα να καλάρει πρώτος γιατί τότε θα ορμούσαν τα δελφίνια μέσα στα δίχτυα για να φάνε ψάρια και θα κάνανε ζημιές. Αγωνία και προβληματισμός μεγάλος επικρατούσε όσο περνούσε η ώρα, γιατί αν ξημέρωνε χωρίς να καλάρουν, τα ψάρια θα φεύγανε στο φως της ημέρας. Τότε ο νεαρός καπετάν Νίκος πήρε την απόφαση. Θα προσποιούταν ότι καλάρουν! Πράγματι, δέσανε μια τέντα απ’ την κουπαστή της πρύμης, την κρεμάσανε στο γιαλό και συνεννοήθηκαν να πάρουν βόλτα τη λάμπα που είχε τα ψάρια σα να καλέρνανε. Αμολάρανε τη σαντάλα, βάλανε μπρος κανονικά, ένας έτριβε τις βαγιόλες της μολυβιάς πάνω στην κουπαστή για να ακούγεται ότι καλουμάρουνε τα δίχτυα στη θάλασσα και ήρθαν βολικά και πέσανε δίπλα στη σαντάλα. Δέσανε την τέντα στην καρούλα και φαινόταν σα να βυρέρνανε τα δίχτυα απ’ τη θάλασσα. Μέσα στη νυχτιά, ο καπετάνιος του άλλου γριγρί ξεγελάστηκε νομίζοντας ότι οι άπειροι Θερμιώτες είχαν αγνοήσει τα δελφίνια και είχαν καλάρει. Έτσι, έπεσε στην παγίδα ο έμπειρος καπετάνιος και μετά από λίγο καλάρισε. Τα δελφίνια ορμήσανε μέσα στα δίχτυα και τους φάγανε ολόκληρες φέρσες. Τότε, ήρθε η ώρα των “αλεπούδων” να καλάρουν στην πραγματικότητα. Γρήγορα-γρήγορα καλάρισαν πιο πέρα επιδέξια μπροστά στους έκπληκτους… συναδέλφους τους και φόρτωσαν το καΐκι ψάρια. Ο άλλος ο καπετάνιος δεν πίστευε στα μάτια του γι’ αυτό που έπαθε. Όταν πήγαν στο λιμάνι έλεγε παντού ότι «όσα χρόνια είμαι μέσα στη θάλασσα δεν φανταζόμουνα ότι θα πάθω τέτοιο χουνέρι απ’ τα πρωτόβγαλτα μωρά».
Μ’ αυτές τις θαλασσινές ιστορίες περνούσε η ώρα. Κατέβαιναν τότε στις κουκέτες τους, στ’ αμπάρι και στην πλώρη για να ξεκουραστούν λίγο μέχρι να ‘ρθει η ώρα μετά τα μεσάνυχτα να ετοιμαστούν για να καλάρουν. Μέσα στη νύχτα τα ψάρια μαζεύονταν αμέριμνα κάτω από το φως της λάμπας που έχουν στις πρύμες τους οι βάρκες. Όλα ήταν αφρόψαρα. Σαρδέλες, γαύρος, γόπες, σαυρίδια, κολιοί, σκουμπριά. Τέτοιου είδους ψάρια ήταν όλα. Άμα πληθαίνανε τα ψάρια, οι λαμπαδόροι σαλπέρνανε το σίδερο με τα κουπιά σιγά-σιγά για να μην τρομάξουν τα ψάρια, ένωναν τις λάμπες και περνούσαν απ’ το καΐκι, τη σαντάλα, τα ρομπότ και παίρνανε όλα τα ψάρια. Μια λάμπα ήταν φουνταρισμένη απίκο στον τόπο που θα καλάριζε το καΐκι. Το πλήρωμα ήταν ήδη ξυπνητοί. Όλοι στο πόστο τους. «Τα βλέπεις τα ψάρια;» ρωτούσε ο καπετάνιος τον λαμπαδόρο, όταν πλησίαζε το καΐκι. «Ναι έχει φεγγάμενη καλή, το ρέμα πάει κάτω» απαντούσε εκείνος. Ερχόταν τότε βολικά το καΐκι και άφηνε την άκρη του διχτυού στη σαντάλα. «Μόλα! Μπρος». Παίρνανε βόλτα τη λάμπα. Τα δίχτυα πέφτανε στη θάλασσα. Τα φελά ξενερίζανε. Τα μολύβια αρματωμένα στα τσαρδούνια βουλιάζανε δεμένα στους χαλκάδες που ήταν περασμένο το συρματόσχοινο. Ολόκληρη τέχνη και εμπειρία μεγάλη χρειαζόταν για να πέσει το δίχτυ ολόκληρο χωρίς καμπάουζο. Αφού καλάριζε το καΐκι, έπεφτε δίπλα στη σαντάλα και στιγγέρνανε το σύρμα. Βυρέρνανε με το βίντσι το σύρμα που περνούσε απ’ τις μπαστέκες που ήταν στα καπόνια και τυλιγόταν στις δυο καρούλες, ώστε άμα έρθουν οι χαλκάδες πάνω στο καΐκι να κλείσει το κάτω μέρος του διχτυού για να μην μπορούν να φύγουν τα ψάρια. Ύστερα βυρέρνανε τα δίχτυα με την καρούλα. Άλλος απ` το πλήρωμα τραβούσε το φελλό, άλλοι τα πανιά που τα στοίβαζαν στην πρύμη. «Βίρα παλικάρια»! Τα ψάρια σιγά-σιγά μαζευόταν στο σάκο. Τα σφίγγανε ανάμεσα στο καΐκι και στη σαντάλα και άρχιζε το μπαλιγάρισμα. Μπαλιγέρνανε τα ψάρια με τις απόχες ή με τα κοφινάκια και τ’ αδειάζανε στα τελάρα και στο κατάστρωμα. Πολλές φορές απ’ τα ψάρια τα πολλά δεν είχε μέρος να πατήσεις. Οι νταρακλαμάδες γεμίζανε ως τα μπούνια! Παντού ψάρια, χόρταιναν τα μάτια σου! Άρχιζε το διάλεγμα των ψαριών κατά είδος στα τελάρα και στοιβάζονταν το ένα πάνω στο άλλο. Καθώς ντανιάζονταν τα τελάρα, η χαρά όλων έλαμπε στα πρόσωπά τους, όπως και η κούραση, ο κόπος ο πολύς.
Το καΐκι αρμένιζε για το λιμάνι. Είχε ήδη ξημερώσει. Ο ήλιος ξεπρόβελνε απ’ τα βουνά της Ανατολής. Μια φεγγάμενη από πολύχρωμες ανταύγειες απλωνόταν σε όλη την πλάση. Άμα μπαίνανε στο λιμάνι κάνανε αργά. Κόσμος πολύς απάντεχε στην προκυμαία και στους μπαλουχανάδες για να δούν που θα ξεφορτώνανε τα ψάρια. Δυο-δυο οι γκιργκιράδες βγάζανε τα τελάρα με τα ψάρια στο μουράγιο. Πάνω στην κουβέρτα, στο κατάστρωμα δυο, τρία τελάρα με διαλεχτά ψάρια μοιραζόταν σε κουβάρες, μερδικά για να πάρει όλο το πλήρωμα. Ύστερα, πλύνανε το καΐκι. Όλες τους οι κινήσεις καταγράφονταν από τα έκπληκτα μάτια του κόσμου που ήταν μαζεμένος έξω από το καΐκι. Κάποιοι απ’ αυτούς ιστορούσαν το παρακάτω συμβάν:
«Μια φορά, είχαν ανάψει οι «αλεπούδες» ανοιχτά απ’ την Κουτσουμπάρα στο γαύρο. Κατά τα μεσάνυχτα πήγε η καταδίωξη, το λιμενικό, επάνω τους και ενημέρωσε όλα τα γρι-γρι που ήταν εκεί, ότι έπρεπε να φύγουν το γρηγορότερο για το πλησιέστερο λιμάνι γιατί ερχόταν από τα βόρεια θυελλώδεις άνεμοι-μπουρίνι και απαγορευόταν να τους βρει η θαλασσοταραχή καταμεσί στο πέλαγος. Όλα τα καΐκια υπάκουσαν. Σαλπάρισαν και φύγανε γρήγορα για τα Λουτρά της Γέρας. Οι «αλεπούδες» είδαν τα σημάδια στον ουρανό, άκουσαν τους λαμπαδόρους τους που φώναζαν ότι είχαν κάνει ψάρια αρκετά και έχοντας απομείνει μόνοι τους μεσοπέλαγα, πήραν την απόφαση και καλάρισαν γρήγορα. Μπαλιγάρισαν τα ψάρια, δέσανε τις βάρκες και τραβήξανε γιαλό. Βλέποντας τον καιρό βάλανε πλώρη για το λιμάνι της Μυτιλήνης που ήταν πιο μακριά για να δώσουν κατευθείαν τα ψάρια. Πράγματι, πρόλαβαν πριν ξεσπάσει η θύελλα και πήγανε στο λιμάνι φορτωμένοι ψάρια και δέσανε στο φανάρι. Όλοι τους έβλεπαν περίεργα! Οι ταβέρνες ήταν ακόμα γεμάτες κόσμο. Άνοιξαν ένα διάδρομο για να περνούν οι γκιργκιράδες τα ψάρια στον μπαλουχανά. Ξέροντας ότι σε λίγο θα ξεσπάσει μπουρίνι, ο καπετάν Νίκος έλεγε στις παρέες που τρώγανε και πίνανε: «χοντρομασούτε», εννοώντας να βιαστούνε και να τρώνε πιο γρήγορα, χωρίς βέβαια να καταλαβαίνουν οι άνθρωποι τι εννοούσε ο καπετάνιος, που πήγε σ` ένα ταβερνιάρη και του είπε να μαζέψει τα τραπέζια και τις καρέκλες γιατί σε λίγο θα γινόταν χαλασμός. Αλλά ούτε αυτός πίστεψε. Μόλις βγάλανε τα ψάρια απ’ το καΐκι ξέσπασε η καταιγίδα. Μια στριφαδούρα ήρθε από το βοριά και γίνανε όλα ένα! Ο κόσμος πανικόβλητος έτρεχε να προστατευτεί. Δεν έμεινε όρθιο τίποτα… Με την επαύριο, μαθαίνοντας τα άλλα γκιργκίρια ότι οι «αλεπούδες» είχαν ψάρια, απορούσαν πως τα κατάφεραν και θαύμαζαν για την ψυχραιμία και την εμπειρία τους».
Τώρα, οι γκιργκιράδες, νετέρνανε τις δουλειές τους και αποχαιρετιόντουσαν για να πάνε στα σπίτια τους να φάνε την κακαβιά, το θεϊκό φαγητό των ψαράδων και ύστερα να πέσουν να ξεκουραστούν. Κάθε 22 περίπου ημέρες κάνανε μπαϊντός. Είναι που μεγαλώνει το φεγγάρι και σταματούνε τα γρι-γρί για λίγες μέρες, γιατί τα ψάρια ακολουθούν το φως του φεγγαριού. Ευκαιρία ν’ απολαύσουν λίγο το καλοκαίρι με τις οικογένειές τους, όλοι αυτοί οι άνθρωποι της θάλασσας, με τα ηλιοψημένα κορμιά, που είχαν στο πετσί τους τη μυρωδιά της αλμύρας και της θάλασσας. Αναπνοή τους το αιγαιοπελαγίτικο αγέρι, σαν πνοή θεϊκή που έκανε τους ανθρώπους αυτούς ταπεινούς, απλοϊκούς, χαρούμενους σαν αυτούς που διάλεξε ο Χριστός για μαθητές Του. Όλα γινόταν ένα μέσα στο αίμα τους, γινόντουσαν ζωή. Θαλασσινή ζωή. Ελληνική, αιώνια!
 
ΣΤΡΑΤΗΣ ΑΝΔΡΙΩΤΗΣ stratisandriotis@hotmail.com